- χαράτσωμα
- τό1) взимание дани, подати; 2) вымогательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαράτσωμα — ώματος, το, Ν [χαρατσώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρατσώνω, η επιβολή και είσπραξη κεφαλικού φόρου 2. μτφ. α) η επιβολή βαριάς φορολογίας ή μεγάλου και αναιτιολόγητου προστίμου σε κάποιον β) απόσπαση χρημάτων με εύσχημο τρόπο γ) κάθε … Dictionary of Greek
χαράτσωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρατσώνω, η επιβολή μεγάλου φόρου. 2. κάθε μεγάλη δαπάνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)